Υπογονιμότητα ονομάζεται η αδυναμία σύλληψης με φυσική επαφή μετά από χρονικό διάστημα ενός έτους. Τα ποσοστά των νεαρών ζευγαριών που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας είναι 15% περίπου και συνεχώς αυξάνεται. Μεγάλη συμμετοχή στο γεγονός αυτό έχει ο τρόπος ζωής που μεταβάλλεται συνεχώς και χαρακτηρίζεται από καταχρήσεις (τσιγάρο, αλκοόλ), διατροφή (όλο και λιγότερα γεύματα πτωχά σε διατροφική αξία), προχωρημένη ηλικία τεκνοποίησης (λόγω επαγγελματικών, προσωπικών και κοινωνικών παραγόντων). Αυτό μπορεί να οφείλετε στον άνδρα (ανδρική υπογονιμότητα), στην γυναίκα (γυναικεία υπογονιμότητα) είτε στην «ανεξήγητη υπογονομότητα».
Για να διαγνωσθεί η ανδρική υπογονιμότητα πρέπει πρώτα να αποκλειστούν προβλήματα στύσης, εκσπερμάτισης ή και ερωτικής διάθεσης. Αφού αποκλειστούν τα παραπάνω γίνεται λεπτομερής έλεγχος του σπέρματος (σπερμοδιάγραμμα, καλλιέργεια) ώστε να διαγνωσθούν τα αίτια, τα οποία πολλές φορές είναι θεραπεύσιμα ενώ άλλες μόνιμα.
Για να διαγνωσθεί η γυναικεία υπογονιμότητα γίνεται ορμονολογικός έλεγχος, υστεροσαλπιγγογραφία, υπερηχογραφικός έλεγχος, μαστογραφία, καλλιέργεια κολπικού υγρού. Επίσης σημαντικό ρόλο έχει η ηλικία, ενώ κάποιες φορές και ο ψυχολογικός παράγοντας. Κυρίως όμως οι παράγοντες που επηρεάζουν την γυναικεία υπογονιμότητα είναι:
Αποδίδουμε τον όρο «ανεξήγητη» σε αδυναμία σύλληψης με φυσική επαφή, χωρίς παράλληλα να έχουν διαγνωσθεί ανωμαλίες ή προβλήματα στο αναπαραγωγικό σύστημα είτε του άνδρα είτε της γυναίκας. Με την τεχνολογία όμως στο πλευρό μας οι περιπτώσεις «ανεξήγητης υπογονιμότητας» φθίνουν όλο και περισσότερο.