Μετά τη γέννηση της η γυναίκα λέγεται νεογνό ή νεογέννητο και οι ημέρες της ζωής της, που περνάει, μέχρι τότε, που οι λειτουργίες του οργανισμού της προσαρμοστούν στις έξω από τη μήτρα συνθήκες, αποτελούν τη νεογνική ηλικία της.
Η νεογνική ηλικία εμφανίζει ποικιλία ως προς τη διάρκεια της, γιατί όλος ο οργανισμός δεν προσαρμόζεται μέσα στον ίδιο χρόνο. Κατά τεκμήριο ο χρόνος αυτός υπολογίζεται σε τέσσερις εβδομάδες και περιλαβαίνει τη βρεφική ηλικία της γυναίκας. Ύστερα από τη βρεφική της ηλικία, και αφού πρώτα περάσει από ένα στάδιο της ηλικίας της, που το χαρακτηρίζουμε σαν νηπιακή ηλικία, περνάει στην παιδική ηλικία. Η παιδική ηλικία φτάνει ως τον έβδομο χρόνο της ζωής της. Στη διάρκεια της υπάρχει υποτυπώδης λειτουργία της υπόφυσης.
Στη διάρκεια της νηπιακής και παιδικής ηλικίας η γυναίκα διαμορφώνεται ανάλογα με τις κληρονομικές της καταβολές και την επίδραση του περιβάλλοντος.
Μετά την παιδική ηλικία και ανάμεσα στα επτά ως εννιά χρόνια της περνάει στην προεφηβική ηλικία, που στη διάρκεια της ενεργοποιείται ο υποθαλαμο-υποφυσικός άξονας.
Μετά το δέκατο χρόνο της ηλικίας της η γυναίκα περνάει στην εφηβική ηλικία, που στη διάρκεια της διαμορφώνεται σε τέλεια γυναίκα, ύστερα από λειτουργική διαφοροποίηση του άξονα υποθάλαμος - υπόφυση - ωοθήκες -γεννητικό σύστημα και ύστερα από την εμφάνιση της πρώτης εμμηνορρυσίας.
Μετά την εφηβική ηλικία η γυναίκα ολοκληρώνεται με το πέρασμα της στη γενετησιακή ηλικία, που τη χαρακτηρίζει η περιοδική εμφάνιση της εμμηνορρυσίας και η ικανότητα της για αναπαραγωγή.
Η γενετησιακή ηλικία της γυναίκας κρατάει όσο και η εμφάνιση της εμμηνορρυσίας. Ύστερα περνάει στην προεμμηνοπαυσιακή ηλικία, που χαρακτηρίζεται από σειρά συμπτωμάτων και μεταβολών του οργανισμού της, που συνθέτουν την κλιμακτηριακή ηλικία (από το ρήμα «κλίνω», παράγωγα κλίμαξ - κλίμακος).
Αυτή κρατάει μέχρι την τελική παύση της εμμηνορρυσίας. Τότε λέμε, πως η γυναίκα πέρασε στην εμμηνοπαυσιακή ηλικία. Την ηλικία αυτή ακολουθεί μια μεταβατική ηλικία, μετεμμηνοπαυοιακή και αυτή, η γεροντική ηλικία, που κρατάει ως το θάνατο της.
Η πορεία της ζωής της γυναίκας από τη νεογνική ως τη γενετησιακή της ηλικία, αποτελεί σειρά πολύπλοκων εξελικτικών φαινομένων, που στην εποχή μας, την εποχή των τόσων εξειδικεύσεων στην ιατρική, συνθέτουν ξεχωριστή ειδικότητα, την παιδική γυναικολογία.
Ο υποθάλαμος βρίσκεται στην κάτω επιφάνεια του εγκεφάλου, στο διάμεσο εγκέφαλο, και πάνω από το οπτικό χίασμα. Η άνω επιφάνεια του αποτελεί το έδαφος και τμήμα των πλάγιων τοιχωμάτων της τρίτης κοιλίας. Έχει βάρος 4-5 γρμ„ διαστάσεις 1,3 χ 1,5 εκ. και αποτελείται από άθροισμα πυρήνων.
Ενδιαφέρον για τη γυναικολογία έχει η σχέση του με την υπόφυση, γιατί ανάμεσα στον υποθάλαμο και στον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης υπάρχουν νευρικές συνδέσεις
O υποθάλαμος ρυθμίζει την έκκριση των ορμονών του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης με παράγοντες (factors), που διακρίνονται σε εκλυτικούς (releasing) και ανασταλτικούς (inhibiting).
Εκλυτική ορμόνη. Η GnRH είναι δεκαπεπτίδιο, βρίσκεται σε ποσότητα 100 ng σ’ ολόκληρο τον υποθάλαμο και παράγεται από νευρώνες.
Ο μηχανισμός δράσης της GnRH με τον οποίο προκαλεί την έκκριση των γονοδοτρόπων ορμονών πιστεύεται, πως είναι ο ίδιος όπως στις πρωτεϊνικές ορμόνες.
Η υπόφυση είναι μικρός ενδοκρινής αδένας, βάρους μισού γραμμαρίου, που κρέμεται με μίσχο από την κάτω επιφάνεια του εγκεφάλου και κατασκηνώνει στη βάση του κρανίου.
Οι ορμόνες του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης που ενδιαφέρουν περισσότερο τον γυναικολόγο είναι οι γοναδοτρόπες (ωοθυλακιοτρόπος, ωχρινοτρόπος) και η προλακτίνη και του οπίσθιου λοβού η ωκυτοκίνη.
Ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (Follicle Stimulating Hormone) ή FSH.
Η σύνθεση και η έκκριση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης, όπως αναφέραμε, ρυθμίζεται από την υποθαλαμική ορμόνη GnRH.
Η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη ωριμάζει, τα άωρα ωοθυλάκια και τα διογκώνει, με αποτέλεσμα να αυξάνει και το μέγεθος των ωοθηκών, ειδικότερα προκαλεί πολλαπλασιασμό των κυττάρων της κοκκιώδους στιβάδας του ωοθυλακίου, τη δημιουργία της εσωτερικής θήκης, το σχηματισμό του άντρου και την παραγωγή εκκρίματός του. Ακόμα, προκαλεί την έκκριση οιστρογόνων ορμονών από το ωοθυλάκιο, που ωριμάζει.
Ωχρινοτρόπος ορμόνη (Luteinizing Hormone).
H έκκρισή της γίνεται κατά ώσεις και είναι χαμηλή σ’ όλη τη διάρκεια του ωοθηκικού κύκλου και μόνο στο μέσο του εμφανίζει απότομη και ψηλή αιχμή, που αντιστοιχεί στην ημέρα της ωοθυλακιορρηξίας ή κοντά στην ημέρα της.
Η ωχρινοτρόπος. ορμόνη προάγει την ωρίμαση του ωοθυλακίου
Προλακτϊνη (Prolactin) ή PRL.
Η προλακτίνη προετοιμάζει τους μαστούς για θηλασμό. Στη γαλουχία προκαλεί έκκριση γάλακτος.
Ωκυτοκίνη (oxytocin)
Η κυριότερη δράση της ωκυτοκίνης είναι η πρόκληση σύσπασης της μήτρας στην περίοδο του τοκετού και της λοχίας.
Ωοθήκες. Η καταβολή των γεννητικών κυττάρων της γυναίκας γίνεται στην εμβρυϊκή ζωή.
Το ωάριο εμφανίζεται την 8η περίπου εβδομάδα της ενδομήτριας ζωής. Στον 5ο μήνα αυτά φτάνουν στα 4.000.000. Πολλά από αυτά εκφυλίζονται και τη στιγμής της γέννησης είναι 2.000.000.
Οι παραγόμενες από την ωοθήκη ορμόνες είναι στεροειδείς, δηλαδή χημικά ανήκουν στην ομάδα των στερολών.
Φυσικές οιστρογόνες ορμόνες είναι η οιστραδιόλη, η οιστρόνη και η οιστριόλη. Ισχυρότερη από τις τρεις είναι η οιστραδιόλη.
Οι οιστρογόνες ορμόνες κυκλοφορούν στο αίμα συνδεμένες κατά 70% με ειδική σφαιρίνη, που ανήκει στις γλυκοπρωεϊνες, την SHBG. Στο υπόλοιπο ποσοστό τους, που είναι ελεύθερο, οφείλεται ή βιολογική τους δράση.
Η βιολογική δράση των οιστρογόνων ορμονών αφορά περισσότερο στο γεννητικό σύστημα και στους ιστούς, που κάνουν τη γυναίκα να ξεχωρίζει από τον άντρα.
Η σπουδαιότερη δράση των οιστρογόνων ορμονών αφορά στα παρακάτω όργανα:
Στη μήτρα οι οιστρογόνες ορμόνες προκαλούν υπερπλασία και υπερτροφία των αδένων του ενδομητρίου και αυξάνουν τον αριθμό των μιτωτικών διαιρέσεων και την διαπερατότητα των τριχοειδών στη διακίνηση των θρεπτικών ουσιών.
Στο κολπικό επιθήλιο οι οιστρογόνες ορμόνες προκαλούν αύξηση των μιτωτικών διαιρέσεων των κυττάρων και τέτοιες μεταβολές, ώστε από τον κυτταρολογικό έλεγχο των επιχρισμάτων του μπορούμε να διαγνώσουμε την ωοθηκική ορμονική δραστηριότητα.
Στις σάλπιγγες οι οιστρογόνες ορμόνες προκαλούν υπερτροφία και υπερπλασία του επιθηλίου των ενδοσαλπιγγίων.
Οι οιστρογόνες ορμόνες προκαλούν την ανάπτυξη όλων των στοιχείων των μαστών και μάλιστα των γαλακτοφόρων πόρων.
Στο δέρμα προκαλούν υπέρχρωση της θηλής του μαστού, της θηλαίας άλω και της λευκής γραμμής, που υποχωρεί ύστερα από μεγάλοι χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή τους.
Φυσικό προγεσταγόνο είναι η προγεστερόνη. Αποτελείται από οξεικό οξύ και χοληστερόλη. Παράγεται λίγο πριν από την ωοθυλακιορρηξία από τα κοκκιώδη κύτταρα και από το ωχρό σωμάτιο, ύστερα από επίδραση της ωοθυλακιοτρόπου και ωχρινότρόπου ορμόνης.
Η σπουδαιότερη δράση της προγεστερόνης αφορά στα παρακάτω όργανα:
Η προγεστερόνη προετοιμάζει το ενδομήτριο για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου.
Στο κολπικό επιθήλιο η προγεστερόνη προκαλεί αύξηση της αποφολίδωσης των βασεόφιλων κυττάρων.
Σ' αυτές η προγεστερόνη αυξάνει την έκκριση των κυττάρων των ενδοσαλπιγγίων σε γλυκογόνο.
Στους μαστούς η προγεστερόνη σε μικρές δόσεις προκαλεί ανάπτυξη των αδενοκυψελίδων και σε μεγάλες έκκριση, που μοιάζει με πύαρ.
Όσα συμβαίνουν στις ωοθήκες από τη μια εμμηνορρυσία ως την άλλη, δηλαδή στη διάρκεια ενός γεννητικού κύκλου, αναφέρονται, σαν ωοθηκικός κύκλος. Αυτός κρατάει περίπου 28 ημέρες με αποκλίσεις 21-34 ημέρες.
Στον ωοθηκικό κύκλο ανήκει η ωρίμαση του άωρου ωοθυλακίου, η ωοθυλακιορρηξία και ο σχηματισμός ωχρού σωματίου.
Μετά τη γέννηση της γυναίκας ο αριθμός των ωοθυλακίων της φτάνει τα 2.000.0000 και όταν φτάσει στην ήβης, τις 300.000. Αυτά τα ωοθυλάκια θ' αποτελέσουν το απόθεμα, από το οποίο θα προέλθουν τα ώριμα ωοθυλάκια, που περίπου θα είναι τόσα όσοι και οι μήνες της γενετησιακής ηλικίας της γυναίκας, όταν οι ωοθυλακιορρηξίες είναι αυτόματες και όχι προκλητές, δηλαδή γύρω στα 400.
Ο αριθμός των ωοθυλακίων, που ωριμάζουν στη διάρκεια της γενετησιακής ηλικίας της γυναίκας, είναι σταθερός. Αν δηλαδή αφαιρέσουμε τη μια ωοθήκη της, αυτή που θα παραμείνει, θα ωριμάσει σχεδόν διπλάσια ωοθυλάκια.
Για να παρακολουθήσουμε την ωρίμαση του ωοθυλακίου, πρέπει να γυρίσουμε στην ωογένεση, εκεί που τα ωογόνια γίνονται ωάρια ή ωοκύτταρα.
Τα ωοκύτταρα αυτά διαφοροποιούνται σε ώριμα ωοθυλάκια. Την έναρξη της ωρίμασης τους, φαίνεται πως την καθορίζει παράγοντας, που βρίσκεται μέσα στην ίδια την ωοθήκη και όχι οι γοναδοτρόπες ορμόνες ή οι ορμόνες των επινεφριδίων.
Ας παρακολουθήσουμε τώρα την πορεία ενός ωαρίου στην ωρίμαση του σε τέλειο ωοθυλάκιο.
Τα ωάρια αποκτούν ένα στίχο κοκκιωδών κυττάρων γύρω από αυτά και γίνονται αρχέγονα ωοθυλάκια. Αυτά, άγνωστο γιατί, απωθούνται από την περιφέρεια της ωοθήκης, που βρίσκονται, μέσα στο στρώμα της.
Τα αρχέγονα ωοθυλάκια μεγαλώνουν και μαζί τους και το ωάριο, που περικλείουν, και αποκτάνε περισσότερους στίχους κοκκιωδών κυττάρων. Τότε γίνονται πρωτογενή ωοθυλάκιια.
Τα πρωτογενή ωοθυλάκια δημιουργούν γύρω τους τη θήκη και, με μετακίνηση των κοκκιωδών κυττάρων στην περιφέρεια, σχηματίζουν μικρή κοιλότητα, που λέγεται ωοθυλακική ή άντρο. Μέσα στην κοιλότητα αυτή υπάρχει υγρό, το ωοθυλακικό υγρό. Τότε, τα πρωτογενή ωοθυλάκια γίνονται δευτερογενή ωοθυλάκια.
Τα δευτερογενή ωοθυλάκια, κάτω από την επίδραση των γοναδοτρόπων ορμονών της υπόφυσης, μεγαλώνουν την ωοθυλακική τους κοιλότητα, και ωριμάζουν τα μορφολογικά τους στοιχεία. Δηλαδή, γύρω από το ωάριο, κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας σχηματίζουν ένα σωρό, που τον λέμε ωοφόρο δίσκο, και τον ακτινωτό στέφανο, και κάτω από αυτόν τη διαφανή ζώνη. Τότε, τα δευτερογενή ωοθυλάκια γίνονται ώριμα ωοθυλάκια ή γρααφιανά (από τον Graaf, που πρώτος τα παρατήρησε).
Η δράση των γοναδοτρόπων ορμονών, που ωριμάζουν το ωοθυλόκιο, οφείλεται στη χαμηλή στάθμη των οιστρογόνων ορμονών και είναι εκλεκτική για ορισμένα ωοθυλάκια, που διαθέτουν υποδοχείς για τις γοναδοτρόπες ορμόνες.
Τα ώριμα ωοθυλάκια στην αρχή της ωρίμασης τους έχουν διάμετρο 8 χιλ. Όταν όμως προχωρήσει η ωρίμαση τους η διάμετρος τους φτάνει τα 12-15 χιλ. και όταν είναι έτοιμα να ραγούν τα 20 χιλ. περίπου. Την εποχή αυτή του ώριμου ωοθυλακίου έχει αποσπασπεί το ωάριο από την κοκκιώδη στιβάδα και μαζί με τον ακτινωτό του στέφανο κολυμπάει μέσα στο ωοθυλακικό υγρό.
Σύμφωνα με όσα παραπάνω περιγράψαμε, κάθε ώριμο ωοθυλάκιο αποτελείται από τα έξω προς τα μέσα:
Εξωτερική θήκη. Αυτή αποτελεί ινώδη στιβάδα, που παραμένει αδιάφορη στα ορμονικά ερεθίσματα, εκτός από παθολογικές καταστάσεις, όπως είναι η τροφοβλαστική νόσος.
Εσωτερική θήκη. Αυτή βρίσκεται εσωτερικά της πρώτης και αποτελείται από κύτταρα, που εμφανίζουν ευαισθησία στα ορμονικά ερεθίσματα, και αγγεία, που τροφοδοτούν την κάτω από αυτή κοκκιώδη στιβάδα, που στερείται αγγείων. Τα κύτταρα της εσωτερικής θήκης εκκρίνουν στεροειδείς ορμόνες και ανδρογόνες ορμόνες (ανδροστενδιόνη). Τα κύτταρα, που εκκρίνουν προγεστερόνη λέγονται Κ κύτταρα. Στα κύτταρα της εσωτερικής θήκης υπάρχουν υποδοχείς της ωχρινοτρόπου ορμόνης.
Κοκκιώδης στιβάδα. Αυτή βρίσκεται εσωτερικά της εσωτερικής θήκης με την παρεμβολή άνιστης και αναγγείωτης μεμβράνης της μεμβράνης του Stawjanski, και αποτελείται από πολλούς στίχους κυττάρων, που εμφανίζουν άφθονες μιτώσεις.
Όταν το ωοθυλάκιο ωριμάζει, τα κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας σχηματίζουν σε κάποιο σημείο της ωοθυλακικής κοιλότητας το σωρό, που αναφέραμε και τον ονομάσαμε ωοφόρο δίσκο, γιατί μέσα σ' αυτόν περικλείεται το ωάριο.
Πάνω από το ωάριο, υπάρχει άνιστη ζώνη, που περιέχει γλυκοπρωτεΐνες, που την ονομάσαμε διαφανή ζώνη. Το ωάριο έρχεται σ' επαφή με τη διαφανή ζώνη με μικρολάχνες.
Πάνω από τη διαφανή ζώνη υπάρχει στιβάδα κοκκιωδών κυττάρων του ωοφόρου δίσκου, που αποτελούν τον ακτινωτό στέφανο. Τα κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας παράγουν ωοθυλακικό υγρό και περιέχουν υποδοχείς της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης. Επίσης, περιέχουν και ένζυμα, που παίρνουν μέρος στη βιοσύνθεση των οιστρογόνων ορμονών, όπως είναι το σύστημα της αρωματάσης.
Αλλά, στο ώριμο ωοθυλάκιο δεν υπάρχουν μόνο οι υποδοχείς της ωχρινοτρόπου και ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης, που μέχρι τώρα βρήκαμε, υπάρχουν και υποδοχείς των οιστρογόνων ορμονών, της τεστοστερόνης, της προλακτίνης και των προσταγλανδινών.
Ωοθυλακική κοιλότητα ή άντρο. Αυτή βρίσκεται στο κέντρο του ωοθυλακίου και περιέχει το ωοθυλακικό υγρό. Μέσα της προβάλλει ο ωοφόρος δίσκος.
Το ωοθυλακικό υγρό αυξάνεται, όσο προχωρεί η ωρίμαση του ωοθυλακίου, και περιέχει ό,τι και το πλάσμα του αίματος (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, που η δραστηριότητα τους εξαρτάται από την ωριμότητα του ωοθυλακίου, κλπ.). Επίσης, περιέχει στεροειδείς ορμόνες, που οι ποσότητες τους μεταβάλλονται κατά την ανάπτυξη του ωοθυλακίου, και ανδρογόνες ορμόνες.
Από πειράματα αποδείχτηκε, πως η παραγωγή του ωοθυλακικού υγρού σχετίζεται με τη σύνθεση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης και την έκκριση των βλεννοπολυσακχαριτών από τα κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας.
Η κάθε γοναδοτρόπος ορμόνη του ωοθυλακικού υγρού ρυθμίζεται με ξεχωριστή ακρίβεια. Έτσι, η ποσότητα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης παραμένει σταθερή, ενώ της ωχρινοτρόπου αυξάνεται ανάλογα με το μέγεθος του ωοθυλακίου. Η ποσότητα της προλακτίνης, όσο το ωοθυλάκιο αυξάνεται, τόσο αυτή λιγοστεύει.
Ωάριο ή ωοκύτταρο. Με την ωρίμαοη του ωοθυλακίου ωριμάζει και το ωάριο, που βρίσκεται μέσα στον ωοφόρο του δίσκο και είναι έτοιμο μαζί με αυτόν να ελευθερωθεί, όταν συμβεί ωοθυλακιορρηξία. Ωριμότητα του ωαρίου εδώ σημαίνει, πως αυτό συμπλήρωσε την πρώτη του μειωτική διαίρεση, που άρχισε στην ενδομήτρια ζωή, γιατί η δεύτερη, όπως αναφέραμε, γίνεται μέσα στη σάλπιγγα. Το ωάριο σ' αυτή τη φάση είναι το μεγαλύτερο κύτταρο του σώματος.
Παρακολουθήσαμε την ωρίμαση του ωοθυλακίου ξεκινώντας από το ωογόνιο και φτάνοντας στο ώριμο ωοθυλάκιο, το έτοιμο να ραγεί. Όλα αυτά, που συνέβηκαν, μπορούμε τώρα να τα αναλύσουμε κατατάσσοντας τα σε τρία στάδια:
Στο πρώτο στάδιο, που αρχίζει την 2η και τελειώνει την 6η ημέρα του ωοθηκικού κύκλου, αρχίζει η ανάπτυξη ωοθυλακίου και η προοδευτική αύξηση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης, λόγω ελαττωμένης έκκρισης οιστρογόνων ορμονών, που παράγονται από τα ωοθυλάκια και από το ωχρό σωμάτιο του προηγούμενου ωοθηκικού κύκλου, που εκφυλίστηκε. Μαζί με την έκκριση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης αρχίζει και η έκκριση της ωχρινοτρόπου. Και οι δυο μαζί δρουν σε ορισμένο αριθμό ωοθυλακίων από αυτά που, αναπτύσσονται, γιατί η δράση τους εξαρτάται από τους υποδοχείς, που έχουν αυτά στις γοναδοτρόπες ορμόνες.
Στο δεύτερο στάδιο, που αρχίζει από την 7η και τελειώνει την 10η ημέρα του ωοθηκικού κύκλου, το ωοθυλάκιο αναπτύσσεται όλο και περισσότερο κάτω από την επίδραση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης. Όσο προχωρεί η ανάπτυξη του, τόσο περισσότεροι υποδοχείς για τις γοναδοτρόπες ορμόνες δημιουργούνται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αυξημένη αντίδραση των ωοθηκών στις γοναδοτρόπες ορμόνες. Στην προοδευτική ωρίμαση του ωοθυλακίου, όπως αναφέραμε, συμβαίνει η μειωτική διαίρεση του ωαρίου, δημιουργείται το πρώτο πολικό σωμάτιο, διαγράφεται καλύτερα η εσωτερική και η εξωτερική θήκη του ωοθυλακίου, εμφανίζεται το άντρο και το ωοθυλακικό υγρό μέσα σ' αυτό, υπερπλάσσονται τα κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας και σχηματίζονται ο ωοφόρος δίσκος, ο ακτινωτός στέφανος και η διαφανής ζώνη.
Στο τρίτο στάδιο, που αρχίζει τη 10η ημέρα και τελειώνει τη 14η ημέρα του ωοθηκικού κύκλου, δηλαδή προωοθυλακιορρηκτικά, αυξάνονται τα επίπεδα των οιστρογόνων ορμονών και ελαττώνονται τα επίπεδα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης. Επίσης, αυξάνει απότομα η ωχρινοτρόπος ορμόνη. Το ωοθυλάκιο από 8 χιλ. φτάνει τα 12-15 χιλ. και σχηματίζει στην επιφάνεια της ωοθήκης έπαρμα, το στίγμα. Η κοκκιώδης στιβάδα απωθείται στην περιφέρεια, γιατί αυξάνει η ποσότητα του ωοθυλακικού υγρού μέσα στο άντρο, συμβαίνει δεύτερη μειωτική διαίρεση του ωαρίου και αποβολή του δεύτερου πολικού σωματίου, λεπταίνεται η εσωτερική θήκη, αποσπάται το ωάριο μαζί με τον ακτινωτό του στέφανο από την κοκκιώδη στιβάδα και κολυμπάει μέσα στο ωοθυλακικό υγρό, έτοιμο να βγει μόλις ουμβεί η ωοθυλακιορρηξία.
Το ωοθυλάκιο, που ωριμάζει, ελέγχει την πρώτη φάση του ενδομήτριου κύκλου, την παραγωγική.
Στη μέση του ωοθηκικού κύκλου και στο σημείο της επιφάνειας της ωοθήκης, που υπάρχει το στίγμα, το ωοθυλάκιο σπάζει και απελευθερώνεται το ωάριο μαζί με 3.000 - 4.000 κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας, που το περιβάλλουν. Είναι τα κύτταρα, που αποτελούν τον ακτινωτό στέφανο. Η υπόλοιπη κοκκιώδης στιβάδα με τη θήκη παραμένουν στην ωοθήκη.
Η ρήξη του ωοθυλακίου δεν συμβαίνει από την πίεση, που ασκεί το ωοθυλακικό υγρό μέσα στο άντρο, αλλά από παράγοντες, που δεν διευκρινίστηκαν ακόμη. Πιστεύεται, πως η ωοθυλακιοτρόπος και η ωχρινοτρόπος ορμόνη προκαλούν αύξηση του μεγέθους των κυττάρων, που αντιστοιχούν στο σημείο του στίγματος, και τα γεμίζουν με κυστίδια, που μοιάζουν με τα λυαοαώματα. Αυτά περιέχουν πρωτεολυτικά ένζυμα, που προκαλούν εκφύλιση των κυττάρων του στίγματος από τοπική ισχαιμία και απελευθερώνουν πρωτεάσες στους εξωτερικούς χώρους. Οι πρωτεάσες αυτές θεωρούνται υπεύθυνες για τη ρήξη του στίγματος.
Αν δεν συμβεί ωοθυλακιορρηξία σ' ένα ωοθηκικό κύκλο, τότε ο κύκλος λέγεται ανωοθυλακιορρηκτικός ή μονοφασικός, γιατί δεν ακολουθεί η δεύτερη φάση, που περιγράφουμε αμέσως παρακάτω.
Τα ωοθυλάκια, που ξεκινάνε να ωριμάσουν, φτάνουν τα έξι ή περισσότερα, αλλά ένα μόνο θα φτάσει σε ωοθυλακιορρηξία. Τα υπόλοιπα σε κάποιο στάδιο της ωρίμασης τους θα σταματήσουν τη διεργασία τους. Αυτά τα ωοθυλάκια τα λέμε άτρητα.
Στα άτρητα ωοθυλάκια συμβαίνει εκφύλιση των κοκκιωδών κυττάρων, που αρχίζει από αυτά, που βρίσκονται πλησιέστερα προς το άντρο. Το ωοθυλακικό υγρό ελαττώνεται και το ωάριο εκφυλίζεται. Η διαφανής ζώνη παραμένει για περισσότερο χρόνο. Αργότερα εκφυλίζονται όλα τα κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας και το άντρο γεμίζει με ινώδη ιστό. Επίσης διαφοροποιούνται οι θήκες. Μερικές φορές η εσωτερική θήκη ινωποιείται και άλλες, κάτω από την επίδραση της ωχρινοτρόπου ορμόνης, παθαίνει ωχρινική υπερτροφία. Τα κύτταρα της γίνονται επιθηλιακά, συγκεντρώνουν κοκκία λίπους και μοιάζουν με τα ωχρινικά κύτταρα του ωχρού σωματίου. Διαφέρουν μόνο στο μέγεθος τους. Αυτό το ωχρινοποιημένο ωοθυλάκιο δεν έχει καμία σχέση με το πραγματικό ωχρό σωμάτιο, που προέρχεται ύστερα από ωοθυλακιορρηξία, και λέγεται άτρητο ωχρό σωμάτιο.
Η σημασία της ωοθυλακικής ατρησίας και της ενδοκρινικής σημασίας του άτρητου ωχρού σωματίου, παραμένουν δυο από τα σοβαρότερα προβλήματα της φυσιολογίας της αναπαραγωγής.
Ύστερα από την ωοθυλακιορρηξία και την απελευθέρωση του ωαρίου, τα τοιχώματα του αδειανού ωοθυλακίου συμπίπτουν. Στο σημείο της ρήξης συμβαίνει μικρή αιμορραγία και σχηματίζεται το ερυθρό σωμάτιο. Ύστερα, τα τοιχώματα του αδειανού ωοθυλακίου σχηματίζουν πτυχές, που έχουν σκοπό να γεμίσουν την κοιλότητα και να εμφράξουν την οπή, που δημιουργήθηκε. Τότε έμμορφα συστατικά του αίματος, εξιδρωματικά στοιχεία και κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας συγκεντρώνονται στο κέντρο της κοιλότητας.
Τα κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας υπερτρέφονται και το πρωτόπλασμα τους γεμίζει με λιποσταγονίδια. Επίσης, κύτταρα της εσωτερικής θήκης πολλαπλασιάζονται και σχηματίζουν δοκίδες, που περνάνε τη βασική μεμβράνη και εισδύουν στην κοκκιώδη στιβάδα. Στο χρονικό αυτό διάστημα ινοβλάστες οργανώνουν την κυτταροϊνώδη μάζα, που βρίσκεται μέσα στο άντρο.
Ύστερα από 7-9 ημέρες από την ημέρα της ωοθυλακισρρηξίας, οι επεξεργασίες αυτές τελειώνουν, τα κύτταρα γίνονται ωχρινοφόρα, που περιέχουν ποσότητα αοκορβικού οξέος, και ολόκληρο το σχηματισμένο τώρα σωμάτιο λέγεται ωχρό σωμάτιο και ελέγχει τη δεύτερη φάση του ενδομήτριου κύκλου, την εκκριτική, μαζί με τις οιστρογόνες ορμόνες. Το ωχρό σωμάτιο έχει κιτρινωπό χρώμα, τα κύτταρα του μοιάζουν με τα κύτταρα της φλοιώδους ουσίας των επινεφριδίων, διακρίνεται με γυμνό μάτι και παράγει προγεστερόνη ή ώχρινη, οιστρογόνες ορμόνες (17-β-οιστραδιόλη) και ανδρογόνες ορμόνες (ανδροστενδιόνη), που η ποσότητα τους πέφτει την 22η-23η ημέρα.
Αν δεν συμβεί γονιμοποίηση, το ωχρό σωμάτιο καταστρέφεται. Δηλαδή, τα κύτταρα του παθαίνουν λιποειδική εκφύλιση και ατροφία και το μετατρέπουν σε λευκό σωμάτιο. Το λευκό σωμάτιο αποτελείται από συνδετικό ιστό και ύστερα από λίγο χρόνο συγχωνεύεται μέσα στο στρώμα της ωοθήκης.
Αναλυτικότερα, ο σχηματισμός του ωχρού σωματίου περνάει από τέσσερα στάδια.
Στο πρώτο στάδιο, που αρχίζει μετά την ωοθυλακιορρηξία και τελειώνει τη 16η ημέρα, διογκώνονται τα κύτταρα της κοκκιώδους στιβάδας, που δεν έχουν αγγεία, και αυξάνεται η κυκλοφορία του αίματος στη θήκη, που έχει αγγεία.
Στο δεύτερο στάδιο, που αρχίζει τη 17η ημέρα και τελειώνει την 20η ημέρα, αγγεία της εσωτερικής θήκης σχηματίζουν δίκτυο τριχοειδών στην κοκκιώδη στιβάδα. Η θήκη υποστρέφεται και τη θέση της παίρνει το εξωτερικό περίβλημα του ωχρού σωματίου. Τα κύτταρα, όμως, της κοκκιώδους στιβάδας υπερπλάσσονται και γίνονται ωχρινοφόρα. Τα ωχρινοφόρα κύτταρα εμφανίζουν άφθονο πρωτόπλασμα με μικρούς βαθυχρωματικούς πυρήνες και πολυάριθμες μιτώσεις.
Στο τρίτο στάδιο, που αρχίζει την 21η και τελειώνει την 23η ημέρα, το ωχρό σωμάτιο βρίσκεται στην ακμή του, έχει διάμετρο 1-1,5 εκ. και παράγει μεγάλα ποσά ορμονών.
Στο τέταρτο στάδιο, που αρχίζει την 24η ημέρα και τελειώνει την 28η συμβαίνει η ωχρινόλυοη, αποτέλεσμα της ελάττωσης των γοναδοτρόπων ορμονών από αύξηση των ωοθηκικών ορμονών και επίδραση των προσταγλανδινών. Η ωχρινόλυση καταλήγει, στο σχηματισμό του λευκού σωματίου.
Όσα συμβαίνουν στο ενδομήτριο κατά τη διάρκεια του ωοθηκικού κύκλου, αναφέρονται σαν ενδομήτριος κύκλος. Στον κύκλο αυτό διακρίνουμε τρεις φάσεις: την παραγωγική, την εκκριτική και την εμμηνορρυσία.
Η παραγωγιή φάση βρίσκεται κάτω από την επίδραση των οιστρογόνων ορμονών των ωοθηκών. Αρχίζει μετά τη λήξη της εμμηνορρυσίας και τελειώνει με την ωοθυλακιορρηξία.
Η παραγωγική φάση διακρίνεται στην αρχόμενη (από την 4η-9η μέρα) και στην προχωρημένη (από την 9η - 13η ημέρα).
Αρχόμενη. Σ' αυτή το ενδομήτριο είναι λεπτό, αποτελείται από κυβοειδή κύτταρα και ευθείς αδένες, χωρίς εκκριτική δραστηριότητα. Οι σπειροειδείς αρτηρίες αρχίζουν ν' αναπτύσσουν τους τελικούς τους κλάδους, παρατηρούνται λίγες μιτώσεις στο στρώμα και στο αδενικό επιθήλιο και αυξάνονται οι πυρηνοπρωτεΐνες. Το πάχος του ενδομητρίου φτάνει τα 1-2 χιλ.
Προχωρημένη. Σ' αυτή το ενδομήτριο παχύνεται και οι τελικές απολήξεις των αγγείων, επειδή μεγαλώνουν με ταχύτερο ρυθμό απ' ό,τι η ανάπτυξη του ενδομητρίου, αναγκάζονται να πάρουν ελικοειδή πορεία. Μεγαλώνουν επίσης οι ενδομήτριοι αδένες, παράγεται αλκαλική φωσφατάση και παρατηρούνται πολλές μιτώσεις. Το πάχος του ενδομητρίου φτάνει τα 3 χιλ.
Τις μεταβολές του μυομητρίου και των σαλπίγγων κατά τη διάρκεια της παραγωγικής φάσης περιγράψαμε στις οιστρογονικές επιδράσεις.
Η εκκριτική φάση αυτή βρίσκεται ουσιαστικά κάτω από την επίδραση της προγεστερόνης του ωχρού σωματίου, αλλά και κάτω από την επίδραση των οιστρογόνων, που εξακολουθούν να παράγονται.
Η εκκριτική φάση αρχίζει με την ωοθυλακιορρηξία και τελειώνει με την έναρξη της εμμηνορρυσίας. Τη διακρίνουμε στην αρχόμενη (14η - 19η ημέρα), τη μέση (20η - 24η ημέρα) και την προχωρημένη (25η - 27η ημέρα) εκκριτική φάση.
Αρχόμενη. Σ' αυτή τη φάση οι αδένες του ενδομητρίου μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο απ' ό,τι στην παραγωγική φάση, παίρνουν ελικοειδή πορεία, παράγουν γλυκογόνο και το ενδομήτριο εμφανίζεται οιδηματώδες.
Μέση. Σ' αυτή τη φάση οι αυλοί των ενδομήτριων αδένων γεμίζουν με γλυκογόνο, που στην αρχόμενη φάση βρισκόταν κάτω από τους πυρήνες των κυττάρων, αλλά τώρα έφτασε στην επιφάνεια τους. Οι σπειροειδείς αρτηρίες γίνονται περισσότερες και εμφανίζονται μιτώσεις των κυττάρων.
Προχωρημένη. Σ' αυτή τη φάση οι αδένες γίνονται περισσότερο πτυχωτοί και το γλυκογόνο είναι άφθονο. Τα κύτταρα του υποστρώματος παθαίνουν φθαρτοειδή μετατροπή, το πρωτόπλασμα των κυττάρων διηθείται από πολυμορφοπύρηνα κύτταρα και οι σπειροειδείς αρτηρίες αναπτύσσονται τόσο, ώστε να σχηματίζουν φλεβώδεις κόλπους. Το ενδομήτριο στη φάση αυτή γίνεται διπλάσιο από το ενδομήτριο της παραγωγικής φάσης, δηλ. 5-7 χιλ.
Στην εκκριτική φάση, εκτός από την έκκριση της προγεστερόνης και των οιστρογόνων ορμονών, εκκρίνεται κατά ώσεις και η προλακτίνη, που δεν φαίνεται να έχει σχέση με τον ενδομήτριο κύκλο, μέχρι τώρα τουλάχιστο.
Η εκκριτική φάση του ενδομητρίου, σε αντίθεση με την παραγωγική, είναι χρονικά πάντοτε σταθερή. Κρατάει 14 ημέρες, γιατί τόση είναι η ζωή του ωχρού σωματίου, αν δεν συμβεί σύλληψη.
Τις μεταβολές του μυομητρίου και των σαλπίγγων περιγράψαμε στις προγεστερονικές επιδράσεις.
Εμμηνορρυσία. Στην περίπτωση, που δεν συμβεί εγκυμοσύνη, τότε το ενδομήτριο της εκκριτικής φάσης χάνει την υποστήριξη του από το ωχρό σωμάτιο, που υποστρέφεται, και την υποστήριξη των οιστρογόνων ορμονών, με αποτέλεσμα να ρικνωθεί, να συσπαστούν και να εμφραχτούν οι τελικοί κλάδοι των σπειροειδών αρτηριών και να διαταραχτεί η αιμάτωση των επιφανειακών στιβάδων, πού αποτελούν τη λειτουργική του στιβάδα. Έτσι, αυτό αποσπάται και πέφτει με τη μορφή αιμορραγίας.
Την απόπτωση αυτή της λειτουργικής στιβάδας τη χαρακτηρίζουμε σαν εμμηνορρυσία και την αποδίδουμε σε απότομη αύξηση της λυσοσωματικής δραστηριότητας των κυττάρων του ενδομητρίου και σε απελευθέρωση μεγάλης ποσότητας όξινων υδρολασών.
Άλλη βιοχημική μεταβολή του ενδομητρίου, που συμβάλλει στην απόπτωση του, είναι η χαρακτηριστική ελάττωση των βλεννοπολυσακχαριτών του χώρου, που βρίσκεται γύρω από τα αγγεία. Έτσι, ο συνδετικός ιστός, που υποστηρίζει τα αγγεία, χαλαρώνει.
Το ξεκίνημα όμως της αιμορραγίας το προκαλεί η σύσπαση της βασικής μοίρας των σπειροειδών αρτηριών, που συνεπάγεται ισχαιμία και νέκρωση της περιοχής, που αιματώνεται από αυτές. Η σύσπαση αυτή συμβαίνει με άγνωστο μηχανισμό. Η αιμορραγία σταματάει με θρόμβωση των άκρων των αρτηριών και με τη δημιουργία νέου αγγειακού δικτύου.
Τα συστατικά της εμμηνορρυσίας αποτελούνται από στοιχεία ιστών της λειτουργικής στιβάδας του ενδομητρίου, αγγειακό δίκτυο των τελικών σπειροειδών αρτηριών, αίμα (αρτηριακό 75%, φλεβικό 25%), βλέννα και επιθηλιακά κύτταρα από τον ενδοτράχηλο και τον κόλπο.
Το αίμα της εμμηνορρυσίας δεν πήζει, γιατί έχει μεγάλη ινωδολυτική δραστηριότητα και διαλύει τα πήγματα. Μόνο σε μεγάλη αιμορραγία δυνατό να πήξει.
Η εμμηνορρυσία εμφανίζεται ανάμεσα στο 12ο - 18ο έτος της ηλικίας της γυναίκας. Ο χρόνος εμφάνισης της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως την κληρονομικότητα, τη φυλή, το κλίμα, την ιδιοσυγκρασία, τον τρόπο διαβίωσης, τις ασθένειες κλπ.
Στην Ελλάδα, στις περισσότερες γυναίκες, αρχίζει ανάμεσα στο 11 ο-13ο έτος της ηλικίας και σταματάει ανάμεσα στο 45ο-50ο έτος. Το χρονικό αυτό διάστημα το ονομάσαμε γενετησιακή ηλικία.
Η εμμηνορρυσία έρχεται, τις περισσότερες φορές, κάθε 28 ημέρες, κρατάει 3-6 ημέρες και η γυναίκα στη διάρκεια της χάνει 50-60 γρμ. αίματος. Η ποσότητα, όμως, όλων των στοιχείων της εμμηνορρυσίας ανέρχεται σε 100-300 γρμ..
Μετά την απόπτωση της λειτουργικής στιβάδας του ενδομητρίου, διατηρούνται κάτω από αυτή στρώματα, που αποτελούν τη βασική στιβάδα. Από αυτά τα στρώματα, και ειδικότερα από τους πυθμένες των αδένων, ξεκινάει η αναγέννηση του ενδομητρίου για τον επόμενο ενδομήτριο κύκλο.
Όταν εξαντλήσει τη γενετησιακή της ηλικία η γυναίκα, η λειτουργική δραστηριότητα των ωοθηκών σταματάει για αίτια, που δεν μας είναι απόλυτα γνωστά. Φαίνεται πως προέρχονται από τις ίδιες τις ωοθήκες.
Η παύση της ωοθηκικής δραστηριότητας οδηγεί τη γυναίκα στο σταμάτημα της εμμηνορρυσίας. Λέμε τότε πως η γυναίκα είναι σε εμμηνόπαυση.
Η πριν την εγκατάσταση της εμμηνόπαυσης περίοδος λέγεται προεμμηνόπαυση και η μετά την εγκατάσταση της μετεμμηνόπαυση.
Επειδή η εμμηνόπαυση δεν επέρχεται αιφνιδιαστικά, ο χρόνος, που περνάει ανάμεσα από την αρχή της έκπτωσης της ωοθηκικής λειτουργίας ως την οριστική εγκατάσταση της λέγεται κλιμακτηριακή ηλικία.
Ο χρόνος εγκατάστασης της κλιμακτηριακής ηλικίας και στη συνέχεια της εμμηνόπαυσης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως από τη φυλή, το κλίμα, τη διατροφή, την κληρονομικότητα, την ιδιοσυστασία της γυναίκας κλπ..
Κατά τη διάρκεια της ελαττώνονται οι οιστρογόνες ορμόνες και αυξάνονται οι γοναδοτρόπες. Οι ωοθηκικοί κύκλοι γίνονται ανωοθυλακιορρηκτικοί. Η εμμηνορρυσία αραιώνει και λιγοστεύει. Προοδευτικά εμφανίζονται εξάψεις, κεφαλόπονοι, εφιδρώσεις, ταχυκαρδία, συναισθηματικές αστάθειες, ατονία κλπ..
Τα συμπτώματα αυτά της κλιμακτηριακής ηλικίας και της εμμηνόπαυσης συνοδεύονται από ανάλογες μεταβολές των οργάνων του σώματος της γυναίκας, που, επειδή δυνατό ν' αποτελούν παρέκκλιση από τη φυσιολογική τους λειτουργία, τις αναφέρουμε στο ειδικό κεφάλαιο της εμμηνόπαυσης.
Μετά την εμμηνόπαυση και την ολοκληρωτική έκπτωση της λειτουργίας των γεννητικών οργάνων από ατροφία τους, και όταν συμπληρώσει τα 60 χρόνια της ηλικίας της η γυναίκα, περνάει στη γεροντική ηλικία, χωρίς να χάσει τις περισσότερες φορές, τη δραστηριότητα της, σωματική ή πνευματική.
Οι ωοθήκες στη γεροντική ηλικία μικραίνουν και περιέχουν συνδετικό ιστό και αγγεία.
Η μήτρα μικραίνει και σκληραίνει. Αν υπήρχαν σ' αυτή μικρά ινομυώματα, αυτά συρρικνώνονται. Η αγγείωσή της ελαττώνεται και κάποτε η ατροφία της προκαλεί κατάργηση της κοιλότητας της και της κοιλότητας του τραχήλου.
Ο κόλπος εμφανίζει αύξηση των κυττάρων της παραβασικής στιβάδας, έλλειψη γλυκογόνου και αύξηση του pH. Έτσι, η άμυνά του πέφτει και εύκολα αναπτύσσει κολπίτιδες. Οι πτυχές των κολπικών τοιχωμάτων καταργούνται και εύκολα αυτά εξελκώνονται. Κάποτε, οι θόλοι του κόλπου εμφανίζουν αύμμιση. Σπάνια, μπορεί να συμβεί σύμμιση και σ' ολόκληρο τον κόλπο.
Το αιδοίο εμφανίζεται ρυτιδωμένο από ελάττωση του λίπους και οι τρίχες του εφηβαίου αραιώνουν.
Τα μεγάλα χείλη συρρικνώνονται και συχνά εμφανίζουν κραύρωση και λευκοπλακία.
Η σεξουαλική ζωή περιορίζεται λόγω της ατροφίας, χωρίς να καταργείται, τις περισσότερες φορές, μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Βιβλιογραφία: Νικόλαος Α. Παπανικολάου. Γυναικολογία (δεύτερη έκδοση), Θεσσαλονίκη, 1986.Φυσιολογία: 50-82.