Ο μαστός, το προσφιλές στήθος, είναι όργανο διφυές και προβάλλει από την πρόσθια επιφάνεια του θώρακα δεξιά και αριστερά. Τα όρια του εκτείνονται από την δεύτερη έως την έκτη πλευρά και από την παραστερνική ως τη μέση μασχαλιαία γραμμή. Το σχήμα του είναι ημισφαιρικό με κάποια κωνοειδή διαμόρφωση αν και διαφέρει ανάλογα με το στάδιο ζωής της γυναίκας. Όμοια και η σύσταση του είναι σφικτή και ελαστική ή μαλακή και χαλαρή, εξαρτώμενη από την ηλικία. Αδενικός ιστός, εκτεινόμενος από το άνω έξω τμήμα της περιφέρειας του σχηματίζει την «ουρά» του μαστού. Το βάρος του 150 έως 200 γραμμάρια κατά μέσο όρο, και η μέση διάμετρος του 10 ως 12 εκ. Ούτε το μέγεθος, ούτε το βάρος αντανακλούν την εκκριτική ικανότητα του αδένα.
Ο μαστός περιβάλλεται εξ ολοκλήρου από την υποδόρια περιτονία. Ο αριστερός μαστός φαίνεται να είναι κάπως μεγαλύτερος από τον δεξιό. Η πρόσθια επιφάνεια του μαστού καλύπτεται από δέρμα που φέρει, στο κέντρο και λίγο πιο κάτω, τη θηλή: κωνικό ή κυλινδρικό έπαρμα του δέρματος που εμφανίζει ρωγμές, με τα στόμια των γαλακτοφόρων πόρων στον πυθμένα τους. Η θηλή περιβάλλεται από κυκλική περιοχή διαμέτρου 3-4 εκ. την θηλαία άλω. Η θηλή και η θηλαία άλως είναι ροδόχροα, σε νέα άτομα τουλάχιστον. Το μέγεθος και η ένταση του χρώματος της θηλής και της άλω, αυξάνονται προοδευτικά στην διάρκεια της κύησης και μειώνονται μετά το τέλος της γαλουχίας χωρίς όμως ποτέ να επανέλθουν στην αρχική κατάσταση.
Η οπίσθια επιφάνεια του μαστού έρχεται σε συνάφεια με το μείζονα θωρακικό μυ. Από πρακτικής πλευράς ο μαστός διαιρείται σε τέσσερα τεταρτημόρια (άνω έξω, άνω έσω, κάτω έξω, κάτω έσω) και μια κεντρική περιοχή που εκτείνεται σε ακτίνα 1 εκ. από την θηλαία άλω. Ο μαστός με όλη του την πολυπλοκότητα είναι κατά βάση ένας αδένας. Αποτελείται από 15 ως 20 εκφορητικούς πόρους με πολλές διακλαδώσεις στην πορεία τους προς την θηλή και από απειράριθμες αδενοκυψέλες που κρέμονται από τις τελικές και τυφλές απολήξεις των πόρων. Οι αδενοκυψέλες διατάσσονται σε λοβία, και πολλά λοβία σχηματίζουν τους λοβούς. Οι λοβοί είναι 15 ως 20 όσοι δηλαδή και οι πόροι και διατάσσονται ακτινοειδώς γύρω από τη θηλή. Σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει υπόστρωμα ινώδους συνδετικού ιστού και λίπους, πλούσιο σε αιμοφόρα και λεμφοφόρα αγγεία και νεύρα. Η οργάνωση αυτή επιτρέπει την διάκριση του αδένα σε δύο κύρια μέρη, το εκκριτικό και το εκφορητικό.
Να σημειωθεί τέλος ότι οι περισσότερες παθολογικές καταστάσεις αναπτύσσονται στην λοβιακή μονάδα στο εκκριτικό δηλαδή μέρος του μαστού, και μόνο ελάχιστες από αυτές, όπως π.χ. τα θηλώματα, αναπτύσσονται στο σύστημα των μεγάλων εκφορητικών πόρων. Είναι εντυπωσιακό ότι τα αδενικά στοιχεία, οι λοβοί δηλαδή, αποτελούν περίπου το 10% του ώριμου μαστού, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό είναι συνδετικός ιστός και λίπος.